- σιγίλιο
- το(λ. λατ.)1. σφραγίδα.2. εκκλησιαστικό έγγραφο στο οποίο έχει τεθεί αυτή η σφραγίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… … Dictionary of Greek
Aigila — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC … Deutsch Wikipedia
Aigilia — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC … Deutsch Wikipedia
Andikythira — (Αντικύθηρα) Potamos, der Inselhafen Gewässer Ionisches Meer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia
Antikythera — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC … Deutsch Wikipedia
Antikythira — Gemeinde Andikythira Κοινότητα Αντικυθήρων (Αντικύθηρα) DEC … Deutsch Wikipedia
σιγέλλον — τὸ, Μ βλ. σιγίλιο … Dictionary of Greek
σιγγίλιο(ν) — το, Ν βλ. σιγίλιο … Dictionary of Greek
σιγιλλάρια — τὰ, Α αγαλμάτια, πλαγγόνες, κούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sigillaria «αγαλματίδια, δώρα» < sigillum (πρβλ. σιγίλιο)] … Dictionary of Greek
βουλοκέρι — Ουσία με τη χαρακτηριστική ιδιότητα της συγκόλλησης στο χαρτί ή σε άλλες επιφάνειες, στις οποίες πέφτει σε παχύρρευστη σταγόνα, και της γρήγορης στερεοποίησης στον αέρα. Το β. είναι ένα υλικό γνωστό από τον Μεσαίωνα, που χάρη στις ιδιότητές του… … Dictionary of Greek